απειροκαλως

απειροκαλως
    ἀπειροκάλως
    ἀπειρο-κάλως
    безвкусно, невежественно, грубо Plat., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απειροκαλως" в других словарях:

  • ἀπειροκάλως — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful adverbial ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειρόκαλος — ἀπειρόκαλος, ον (AM) 1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον η απειροκαλία αρχ. επίρρ. ἀπειροκάλως 1. ακαλαίσθητα 2. ανόητα, βεβιασμένα …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԳԵՂԵՑԿԱՓՈՐՁԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0125 Chronological Sequence: 8c մ. Անբարեփորձ եւ անշուք կամ անհաւանելի օրինակաւ. ἁπειροκάλως inepte *Զի մի՛ թուեսցուք ոմանց անգեղեցկափորձապէս ներբողել զմարդն. Նիւս. բն. ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»